Πηγή: Ελευθεροτυπία, της Νάντιας Βασιλειάδου
Χρώμιο σε αγροτικά προϊόντα της ευρύτερης περιοχής Οινοφύτων-Ασωπού ανιχνεύθηκε σε μετρήσεις που διενήργησαν πρόσφατα επιστήμονες του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τους φόβους κατοίκων που εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζητούν επισταμένους ελέγχους της ποιότητας των προϊόντων τους, αφού ανησυχούν ότι η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα έχει επηρεάσει τα οπωροκηπευτικά.
Οπως προκύπτει από τα πρώτα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής έρευνας, οι μεγαλύτερες ποσότητες ολικού χρωμίου ανιχνεύθηκαν στη ρίζα της ρόκας (1,36 mg ανά κιλό ξηρού προϊόντος), στο κοτσάνι (0,58 mg) και τα φύλλα της (0,40 mg).
Υψηλότερη συγκέντρωση σε σχέση με τα υπόλοιπα φυτά έδειξαν τα καρότα (0,35 mg), το μαρούλι (0,15 mg), τα φασολάκια (0,11 mg), οι πατάτες και τα κολοκυθάκια (από 0,09 mg).
Τα όρια ασφαλείας
Παρά τα ευρήματα, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Χημείας Εμμανουήλ Δασενάκης εμφανίζεται καθησυχαστικός: «Επίσημο όριο για τα τρόφιμα δεν υπάρχει» τονίζει.
«Το Environmental Protection Agency των Ηνωμένων Πολιτειών εκτιμά ότι για έναν άνθρωπο με σωματικό βάρος 70 κιλά, ποσότητα χρωμίου μέχρι 105 mg την ημέρα δεν προκαλεί βλάβες.
Με βάση τα αποτελέσματα και τη διεθνή βιβλιογραφία τα προϊόντα που εξετάσαμε είναι κατάλληλα για βρώση, τουλάχιστον ως προς τη συγκέντρωσή τους σε χρώμιο. Ομως, αναμφισβήτητα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση».
Από την πλευρά της η Πολυξένη Νικολοπούλου-Σταμάτη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Παθολογικής Ανατομίας και επιστημονική υπεύθυνη του μεταπτυχιακού «Περιβάλλον και Υγεία», είναι απόλυτη:
«Οριο ασφάλειας για την υγεία δεν υπάρχει όταν μιλάμε για ουσίες αποδεδειγμένα καρκινογενείς. Δεν θα νοσήσουν όλοι όσοι εκτεθούν σε αυτές, όμως, αν υπάρχει καταγεγραμμένη γονιδιακή προδιάθεση, θα υποβοηθηθεί και η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου θα πολλαπλασιαστεί.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέργεια μπορεί να έχει στον οργανισμό μας το εξασθενές χρώμιο με τα άλλα βαρέα μέταλλα, τα νιτρώδη και τα υπόλοιπα τοξικά που ανιχνεύονται στην περιοχή. Δεν παίζει ρόλο μόνο η πυκνότητα της ουσίας που ανιχνεύουμε αλλά και ο βαθμός της έκθεσης κάθε ανθρώπου χωριστά».